βοΐζω

βοΐζω
βλ. βουίζω.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • βοΐζω — και βουίζω 1. παράγω βοή, βγάζω θορυβώδη ήχο 2. βγάζω φωνή, κραυγάζω 3. φρ. «βούιξε ο ντουνιάς», «...το χωριό» κ.λπ. έγινε συζήτηση με δυσμενή σχόλια για κάποιον ή κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. βοώ, αναλογικά κατά τα αρχ. σε ίζω από τον αόρ. σε ησα,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”